γαλέος

γαλέος
Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο είδη πλευροτρηματικών χονδριχθύων, με μορφή σκυλόψαρου, του γένους μούστελους, της οικογένειας των καρχαρινιδών. Ο γ. ο κοινός έχει μέσο μήκος 80 εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και τα 160 εκ. Τα δόντια του είναι λίγο μυτερά, τοποθετημένα σε σειρές· το σχεδόν λείο δέρμα του είναι γκρίζο-γαλαζωπό στο πάνω μέρος και κιτρινωπό στην κάτω επιφάνεια του σώματος. Γεννά 20-30 μικρά. Είναι διαδεδομένος στη Μεσόγειο και στις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, συνήθως σε ρηχά νερά. Τρέφεται με μαλάκια, καρκινοειδή και λιγότερο με μικρά ψάρια. Άλλο είδος είναι ο γ. ο αστρικός, ο οποίος διαφέρει από τον προηγούμενο στο μήκος (φτάνει τα 2,5 μ.) και στο δέρμα (κοκκιώδες), ενώ είναι ωοζωοτόκος. Ο γαλέος ανήκει στην οικογένεια των καρχαρινιδών· ζει κυρίως στη Μεσόγειο και στον ΒΔ Ατλαντικό.
* * *
ο (AM γαλέος)
κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Mustelus (Καρχαριοειδείς Χονδριχθύες)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι πιθ. ο γαλεός να έλαβε την ονομασία του από τη γαλή εξαιτίας τής μορφής του, αλλά ο τρόπος σχηματισμού τής λέξης παραμένει ασαφής. Δεν αποκλείεται εξάλλου να προήλθε από το γαλεώτης* (< γαλέη, γαλή) με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ασκαλαβώτης: ασκάλαβος). Ο νεοελλ. τ. γαλέος < αρχ. γαλεός, με αναβιβασμό τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλεός — dog fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλέος — ο είδος ψαριού, ο δροσίτης: Στην ψαροταβέρνα παράγγειλα γαλέο στη σχάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλεοῖς — γαλεός dog fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοί — γαλεός dog fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοῦ — γαλεός dog fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεούς — γαλεός dog fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῶν — γαλεός dog fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῷ — γαλεός dog fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεόν — γαλεός dog fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεώτης — γαλεώτης, ο (Α) 1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης* 2. ο ξιφίας 3. η ικτίς 4. φρ. «γαλεώτης γέρων» γέρος ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”